χρωστήρας

χρωστήρας
ο
όργανο με το οποίο χρωματίζουμε κάτι, βούρτσα, πινέλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωστήρας — ο / χρωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. εργαλείο για βάψιμο, κν. πινέλο, βούρτσα μσν. αρχ. ως επίθ. αυτός που μπορεί να χρωματίσει («χρωστὴρ μόλυβος» το κοντύλι, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρωσ τού ρ. χρώννυμι* (πρβλ. παθ. παρακμ. κέ χρωσ μαι) + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • χρωστηρίδιο — το, Ν 1. μικρός χρωστήρας, βουρτσάκι 2. ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους ασκομυκήτων πενικίλ(λ)ιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστήρας + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. σφαιρ ίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • βούρτσα — η 1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση 2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» σκληρά και όρθια 3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις …   Dictionary of Greek

  • πινέλο — το, Ν 1. εργαλείο για τη βαφή διαφόρων επιφανειών, που αποτελείται από λαβή και τρίχινη βούρτσα 2. ο χρωστήρας τών ζωγράφων 3. βούρτσα για να απλώνεται η σαπουνάδα στο πρόσωπο πριν από το ξύρισμα 4. βούρτσα που χρησιμοποιείται για την επάλειψη… …   Dictionary of Greek

  • πινέλο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρό βουρτσάκι, κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας. 2. ειδική βούρτσα για το ξύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”